νομοτελειακός

νομοτελειακός
-ή, -ό [νομοτέλεια]
αυτός που υπόκειται σε ορισμένους νόμους, αυτός που διέπεται από νομοτέλεια.
επίρρ...
νομοτελειακώς και -ά
με νομοτέλεια ή από νομοτελειακή άποψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”